Τετάρτη, Νοεμβρίου 29, 2006

ΠΟΙΗΣΗ


ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ

Στίχοι: Κώστας Βάρναλης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

ΠΟΣΟ ΠΟΛΥ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ....

3 σχόλια:

PETROS είπε...

Η Μπαλάντα Του Κυρ-Μέντιου
(ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ)

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι,
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι,
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού την εκκλησιά.

Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέματα.

Kαι στον πόλεμ' "όλα γι' όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.

Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλά εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Μάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι ο παπάς με τη κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
"Σε καβάλησε ο Χριστός!

Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Χώρα κι' οι καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πως και τί,
να ζητάς την αρετή!"

-Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τους προγόνους ντράπου!
-Αντραλίζομαι!... Πεινώ!...
-Σούτ! θα φας στον ουρανό!"

Kι έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Kι όταν ένα καλό βράδυ
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω τη πνοή
(ένα πουφ είν' η ζωή),

H ψυχή μου θε να δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Αβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!

Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαϊρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Αι-Φραγκίσκο:
"Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσ' το γέρο τον κυρ-Μέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη,
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ-λύκο να γενεί!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Μα με την κουβέντα αυτή
πόρτα μου 'κλεισε κι' αυτί.

Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσω από την αστοιβιά
βγάζει και κουνά με βιά:

"Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι όξαποδώ
κει δεν είναι παρά 'δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρεις. Όπου ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου-
τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον Αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα 'ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.

Kοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".

Ε.Α. είπε...

loipon,
omologia. katathesi.
opws thelete parte to.
o katoxos tou parontos blog einai kiniti arxeiothiki tis ellhnikis diskografias.
ayto.
to dilosa.

PETROS είπε...

Καραγκιόζης
Διονύση Σαββόπουλου

Κείνο που με τρώει κείνο που με σώζει
είναι που ονειρεύομαι σαν το Καραγκιόζη
φίλους και εχθρούς στις φριχτές μου πλάτες
όμορφα να σήκωνα σαν να 'ταν επιβάτες

Λευκό μου σεντονάκι λάμπα μου τρελλή
ποιό φορείο θα μας κουβαλήσει
βάλε στη σκιά σου τούτο το παιδί
που δεν έχει σώμα να ψηφίσει να ψηφίσει

Σαν κουκιά μετρώ τα λόγια του καμπούρη
πίσω απ' το λευκό πανί μέσ' απ' το κιβούρι
μα όσο κι αν μετρώ κάτι περισσεύει
τρύπια η αγάπη μας και δεν μας προστατεύει

Λευκό μου σεντονάκι λάμπα μου τρελλή
κόκκινο αυγό ή καρναβάλια
μέσ' από την κάλπη τη στατιστική
μας κοιτάει ο χάρος και του τρέχουνε τα σάλια

Σαν σκιές γλυστρούν λόγια και εικόνες
κάρα σκουπιδιάρικα φεύγουν οι χειμώνες
αν δεν ντρέπεσαι να καθίσεις πίσω
έλα στη παράσταση για να σε γιουχαίσω

Λευκό μου σεντονάκι λάμπα μου τρελλή
ποια αγάπη τάχα μας φυσάει
βάλε στη σκιά σου τούτο το παιδί
που δεν έχει απόψε που να πάει που να πάει